δημοσιεύειν

δημοσιεύειν
δημοσιεύω
make public
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Конфискация —    • Δημόπρατα,          так назывались в Афинах конфискованные (δημεύειν, δημοσιεύειν, απογραφει̃ν) и продававшиеся полетами в пользу казны имения частных лиц. О них докладывалось народу в первом народном собрании каждой притании, и списки их… …   Реальный словарь классических древностей

  • δημοσιεύω — (AM δημοσιεύω) [δημόσιος] καθιστώ κάτι γνωστό στο κοινό νεοελλ. 1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό μέσω τού Τύπου («δημοσίευσε στις εφημερίδες το πολιτικό του πρόγραμμα», «δημοσιεύουν οι εφημερίδες το κείμενο τού νόμου») 2. καταχωρίζω σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”